- αγωγιάτικος
- -η, -ο [αγωγιάτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγωγιάτη2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα «αγωγιάτικα» — αμοιβή τού αγωγιάτη για μεταφορά, τα μεταφορικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγωγιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει στον αγωγιάτη ή σχετίζεται μ αυτόν· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αγωγιάτικα η αμοιβή του αγωγιάτη, το αγώι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek